- κακοποιεῖν
- κακοποιέωdo illpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακοποιώ — (AM κακοποιῶ, έω) [κακοποιός] (μτβ. και αμτβ.) κάνω κακό, αδικώ, βλάπτω, κακουργώ («πλεῑστοι κλέπται κυπτάζειν καί κακοποιεῑν», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. βιάζω γυναίκα, ατιμάζω 2. φρ. «κακοποιώ την αλήθεια» ψεύδομαι, διαστρεβλώνω την αλήθεια νεοελλ.… … Dictionary of Greek
озълобити — ОЗЪЛОБ|ИТИ (58), ЛЮ, ИТЬ гл. 1.Причинить зло, заставить страдать: лицемѣрьна˫а бо то кротость ѥже большиихъ ѹстыдѣвъшесѧ. а мьньшѧ˫а озълобити. Изб 1076, 32 об.; и д҃шю немалы озълоби. (κεκακωμένος) КЕ XII, 192б; о томь еже не ѡзлобити вдовицѧ и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
озълоблѧти — ОЗЪЛОБЛѦ|ТИ (14), Ю, ѤТЬ гл. 1.Заставлять страдать, истязать: аще при˫а тъ ты˫а же еретикы. паче озълоблѧаше сего. (ἐκοκιζεν) КЕ XII, 162б; ѡзлоблѧ˫а тѣло своѥ б҃а ради. (κακουχῶν) ПНЧ 1296, 176; и казнить ны и милуѥть грѣха ра(д) озлоблѧѥт ны.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
σκηνή — I Φορητή μορφή κατοικίας από ύφασμα, η οποία στήνεται στο έδαφος με τη βοήθεια σχοινιών και πασσάλων. Χρησιμοποιείται κυρίως για πρόχειρη στέγαση στρατιωτών, σεισμοπαθών, εκδρομέων κλπ. Το ύφασμα της σ. συγκρατείται από ειδικούς οριζόντιους και… … Dictionary of Greek